εὐφραδείας

εὐφραδείας
εὐφραδείᾱς , εὐφράδεια
correctness of language
fem acc pl
εὐφραδείᾱς , εὐφράδεια
correctness of language
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αγλωσσία — η (Α ἀγλωσσία) [ἄγλωσσος] 1. νεοελλ. η απουσία γλώσσας γενικά 2. ειδικότερα, η δυσχέρεια στη γλωσσική έκφραση, που οφείλεται στην έλλειψη επαρκούς και συνεπούς γλωσσικού οργάνου αρχ. η έλλειψη ευφράδειας, ευγλωττίας …   Dictionary of Greek

  • μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • Λίνκολν, Άμπραχαμ — (Abraham Lincoln, Χότζενσβιλ, Κεντάκι 1809 – Ουάσινγκτον 1865). Αμερικανός νομικός και πολιτικός, ο 16ος πρόεδρος των ΗΠΑ (1861 65). Ο πατέρας του ήταν πιονέρος αγρότης, ο οποίος ζούσε από το κυνήγι και τα προϊόντα των χωραφιών που καλλιεργούσε ο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”